ἀκαθαρσίᾳ

ἀκαθαρσίᾳ
ἀκαθαρσίαι , ἀκαθαρσία
uncleanness
fem nom/voc pl
ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία
uncleanness
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαθαρσία — ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc/acc dual ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακαθαρσία — η βρομιά, ρυπαρότητα: Οι δρόμοι γέμισαν ακαθαρσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαθαρσίας — ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc pl ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαι — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαν — ἀκαθαρσίᾱν , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσιῶν — ἀκαθαρσία uncleanness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαις — ἀκαθαρσία uncleanness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίη — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίην — ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”